πτέρωσιν

πτέρωσιν
πτέρων
a bird
masc dat pl
πτέρωσις
plumage
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτέρωση — η / πτέρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πτερῶ] νεοελλ. ναυτ. η ακινησία τών κουπιών σε οριζόντια θέση για να αναπαυθούν οι κωπηλάτες ή για να λάβουν οδηγίες αρχ. 1. το σύνολο τών φτερών, το πτέρωμα (α. «πτέρωσις γὰρ ἡ τῆς ψυχῆς πνεῡμα τέλειον», Τατιαν. β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”